- περιφλέκτως
- περιφλέκτωςwith burning passionindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίφλεκτος — ον, Α [περιφλέγω] αυτός που καίει από παντού («περιφλέκτους ὁρμάς»). επίρρ... περιφλέκτως με φλογερό πάθος … Dictionary of Greek